στύψει

στύψει
στύ̱ψει , στύφω
contract
aor subj act 3rd sg (epic)
στύ̱ψει , στύφω
contract
fut ind mid 2nd sg
στύ̱ψει , στύφω
contract
fut ind act 3rd sg
στύ̱ψει , στῦψις
contraction
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
στύ̱ψεϊ , στῦψις
contraction
fem dat sg (epic)
στύ̱ψει , στῦψις
contraction
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άστυφτος — η, ο αυτός που δεν τον έστυψαν, δεν τον ζούλησαν για να βγει ο χυμός του ή το νερό του: Άπλωσε τα ρούχα άστυφτα, γιατί τα χέρια της πονούσαν και δεν είχε πια δύναμη να τα στύψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”